μεταπηδώ

μεταπηδώ
(ΑΜ μεταπηδῶ, -άω)
1. αλλάζω θέση με άλμα, πηδώ από το ένα μέρος σε άλλο
2. μτφ. αλλάζω κατάσταση σαν να κάνω άλμα, μεταβάλλω απότομα τη γνώμη μου, απαρνούμαι τις μέχρι τώρα αρχές και πεποιθήσεις μου και ασπάζομαι νέες
νεοελλ.
μτφ. αποσκιρτώ, αυτομολώ, αποστατώ
μσν.
1. μεταβαίνω ορμητικά
2. ξεπερνώ, υπερβαίνω
αρχ.
πηδώ στο μέσον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταπηδώ — μεταπηδώ, μεταπήδησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μεταπηδώ — μεταπήδησα, αλλάζω γνώμη, θέση ή κατάσταση με πήδημα ή σαν να κάνω άλμα: Μεταπήδησε από τη θρησκεία στην πολιτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτειμι — (I) μέτειμι (Α)·1. είμαι, βρίσκομαι μεταξύ άλλων, έχω σχέσεις, επιμιξία με άλλους 2. (ως απρόσ.) α) (με δοτ. προσ. και γεν. πράγματος) μέτεστί μοί τινος μετέχω ή έχω αξιώσεις σε κάτι, έχω μερίδιο σε πράγμα β) (με δοτ. προσ. και απρμφ.) έχω εκ… …   Dictionary of Greek

  • μετακελητίζω — (Μ) μεταπηδώ από έναν ίππο σε άλλο ή μεταπηδώ σε άλλο όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κελητίζω «πηδώ, ανεβαίνω σε άλογο»] …   Dictionary of Greek

  • μεταπήδηση — η (Α μεταπήδησις) [μεταπηδώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταπηδώ, η αλλαγή θέσης με άλμα νεοελλ. μτφ. προσχώρηση κάποιου σε άλλη πολιτική αντίληψη ή παράταξη από εκείνη στην οποία ανήκε, αποστασία, αποσκίρτηση («η μεταπήδησή του στο κόμμα… …   Dictionary of Greek

  • εκπηδώ — ( άω) (AM ἐκπηδῶ) πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο νεοελλ. εμφανίζομαι ξαφνικά αρχ. 1. εξορμώ 2. φεύγω κρυφά 3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι 4. εκτοπίζομαι 5. εκτινάσσομαι 6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι …   Dictionary of Greek

  • μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …   Dictionary of Greek

  • μεταβαίνω — (ΑM μεταβαίνω) [βαίνω] 1. πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, μετατοπίζομαι («μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίην», Ηρόδ.) 2. (στον λόγο) μεταπηδώ από το ένα θέμα στο άλλο, αλλάζω θέμα (α. «μεταβαίνουμε στη συζήτηση τού επόμενου θέματος» β. «μετάβηθι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”